- υπέρθηλυς
- -υ / ὑπέρθηλυς, -υ, ΝΑνεοελλ.βιολ. ο υπερθηλυκόςαρχ.(για το ένα από τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, το Πατήρ) αυτός που υπερβαίνει το θηλυκό γένος («καὶ ὑπεράρρεν καὶ ὑπέρθηλυ εἶναι θέλουσι», Ειρην.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + θῆλυς «θηλυκός»].
Dictionary of Greek. 2013.